Πάλι στου ονείρου έμπλεξα το δίχτυ σά το ψάρι
και δε κατέχω ήντα τροπή η νύχτα αυτή θα πάρει
Είδα σε μ είχες αγκαλιά και σ είχα στη δική μου
και σού λεγα πως σ’αγαπώ καλιά κι απ τη ζωή μου
Σε λίγη ώρα, μια ζωή επέρασε απο ομπρός μου
γεράσαμε αμοναχοί σε μια γωνιά του κόσμου
Που δε ζηλούσε σε τοπιές που υπάρχουνε στ αλήθεια
μήδε σ’αυτές που βρίσκοντε μέσα στα παραμύθια
Καλοτοπιές μα κι ο καιρός εξηνταπέντε χρόνια
δεν έκαμε μήδε βροχή μήδε ποτέ του χιόνια
Μα ένα πρωί απ τη βροχή κι απο το κοκοσάλι
ξύπνησα κι ήμουν μοναχός μέσα σε μαύρο χάλι
Πάλεψα μ άγριους καιρούς μέσα στη καταιγίδα
μα ο δυστυχής τα μάτια σου ποτέ ξανά δεν είδα
Γέρασα, κι όπου φίλιαση, έχω, πονώ ο καημένος
απο τα δάκρυα του καημού είμαι παντού βρεμένος
Και σε μια πέτρα ακούμπησα ήσυχα να ποθάνω
τα μάθια κλείνω κι όλη τη γή απο μπροστά μου χάνω
Ξυπνώ σε σπίτι γνώριμο ξανοίγω στο καθρέφτη
στα εικοσιπέντε χρόνια μου είμαι μρε χάρε ψεύτη
Στέκω και νοιώθω ζεστασά της αγκαλιάς σου φώς μου
γυρνώ θορώ σε και θορώ την ομορφιά του κόσμου
Μην τη φοβάσαι τη ζωή μου λές, μα όπου κι αν πάω
Θά μαι σαφή στη σκέψη σου ζεστά να σε κρατάω..