Εγέρασε και δε μπορεί να περπατεί ο καημένος
Τη μέση του διπλοκρατεί και τρέχει πονεμένος,
Γέρος με κάτασπρα μαλλιά, το ρούχο του κουρέλι
Φέρνει στο νού του όμορφα που πέρασε, κοπέλι
Όλη η ζωή του με χαρά κι ένα παιχνίδι μόνο
Να ανακατεύει τσ εποχές, να παίζει όλο το χρόνο
Πρώτη Γενάρη ανέλαβε τη θέση απο ενα γέρο
Που τού πε ‘το βιβλίο αυτό που εδά θα πάω να φέρω
Έχει γραμμένα μιας χρονιάς του καθενός τη μοίρα
Μα ανάλεμά ντο εσκέφτηκε ήντα ευθήνη επήρα
Και επέρνα ο χρόνος κι έβλεπε ομπρός του τα γραμμένα
Και δεν εμπόριε άθρωπο να βοηθήσει ένα
Μα είχε και μέρες που παιζε ξέγνιος να ποξεχνάτε
Με τσ ώρες μες τα σύνεφα του ‘ρεσε να φρουκάτε
Τα ζώα, τ άγρια πουλιά τση φύσης τσ άγριους τόπους
Και πότε πότε σήμωνε στη πόλη και στ αθρώπους
Έφτασε η ώρα κι ο καιρός πρωτοχρονιά σημώνει
Ρούχα, παιχνίδια και παπλιά σιγά-σιγά μαζώνει
Χτυπά η πόρτα και γροικά -Καλή χρονιά σου γέρο
-Δώδεκα μήνες ακριβώς πέρασαν να νειμένω
Και δα τη θέση που ήτανε σ άλλον πλια νιό θα δώσει
Κι ο γέρος μπλιό ξεκούραση στο σώμα του να νοιώσει..