Δεν θυμάμαι πόσο χρονών ήμουν όταν πια αποφάσισα να το διαβάσω. Απόφαση μάλλον «εξαναγκαστική», αφού εκείνη την εποχή είχα αποφασίσει ότι θα πρέπει να έχω διαβάσει τουλάχιστον τα μεγαλύτερα αριστουργήματα Ελλήνων αλλά και ξένων δημιουργών του τελευταίου αιώνα (ή και προηγούμενων αφού την ίδια περίοδο ξεκίνησα να διαβάζω και Σαίξπηρ τρομάρα μου).
Η υπόθεση μου φαινόταν ιδιαίτερα μπανάλ. Ρομαντική δεν με έλεγες ποτέ. Την κρητική διάλεκτο την σνόμπαρα. Μεταξύ μας όμως, δεν ήμουν έτοιμη… Κι ούτε τότε, στα 16-17 μου χρόνια που το πρωτοδιάβασα ήμουν ακριβώς έτοιμη.
Έπρεπε να μεσολαβήσει διψήφιος αριθμός φορών (στις 11 έχασα το μέτρημα) για να μπορέσω να συλλάβω το μεγαλείο της ιστορίας αυτής, την αστείρευτη έμπνευση του δημιουργού, τον πλούτο της κρητικής γλώσσας και τόσους άλλους θησαυρούς που μόνο ο Ερωτόκριτος μπορεί να κρύβει μέσα του. Δεν μπορώ να το εξηγήσω εύκολα: κάθε φορά με συνεπαίρνει. Κάθε φορά πρώτη φορά που λένε; Ε, κάπως έτσι. Κάπου αλλού θα σταθώ, σε κάποιο άλλο σημείο θα δώσω περισσότερη σημασία, πολλούς στίχους θα τους διαβάσω τρεις και τέσσερις φορές καθαρά για πνευματική ευχαρίστηση και για να θαυμάσω το υπέροχο αυτό έργο και το αριστοτεχνικό πάντρεμα των λέξεων του δημιουργού.
Πόσα νοήματα σε ένα τετράστιχο! Πόσες έννοιες που άλλοι έχουν αφιερώσει σελίδες ολόκληρες να τις αναπτύξουν και να τις περιγράψουν σε ελάχιστες λέξεις που κάνουν μάλιστα και ρίμα! Αυτή είναι η μαγεία της μαντινάδας. Η μαγεία του Κορνάρου. Η μαγεία του Ερωτόκριτου. Το φοβερό με το βιβλίο αυτό είναι ότι μπορεί να είναι εξίσου ενδιαφέρον τόσο στην αρχή της γνωριμίας των δύο νέων, όσο και στην περιγραφή των πολεμικών σκηνών αλλά και στις ατελείωτες συνομιλίες της Αρετούσας με τη Νένα της. Έχω διαβάσει πολλά βιβλία. Πάρα πολλά βιβλία. Με βεβαιότητα λοιπόν σας λέω ότι το συγκεκριμένο πολύ απλά δεν έγκειται στην κατηγορία «Το έχω διαβάσει».
Κι αν νομίζετε ότι το έχετε διαβάσει, ξαναδιαβάστε το. Κι όταν το ξαναδιαβάσετε, πάρτε το πάλι απ την αρχή. Και θα με θυμηθείτε..